Tonight it's Just Me and the Dancefloor

Με κοιτούσε προκλητικά. Με καλούσε κοντά του. Δίσταζα. Γι' αυτό αποφάσισα να μεθύσω. Και πάνω που ήμουν έτοιμη να κάνω το βήμα, ένας γκρι χοντροκέφαλος πετάχτηκε μπροστά μου. "Χορεύουμε;" Κοίταξα ανήσυχη το πάτωμα. Όχι, δεν θα δεχόταν κάτι τέτοιο. Τράβηξα με δυσκολία το βλέμμα μου από πάνω του και απάντησα "Λυπάμαι, με πονάει το γόνατό μου". Χαμογέλασε κι έκανε ένα βήμα πίσω με σκοπό να ανοίξει χώρο και να με προσκαλέσει. Και τότε γλίστρησε πάνω στο πάτωμα, το οποίο ήταν υγρό εξαιτίας μου. Το κοίταξα και μου χαμογέλασε ικανοποιημένο. Ο γκρι χοντροκέφαλος ταράχτηκε από την πτώση που είχε μπρος στα μάτια μου (δεν ήξερε ποτέ ότι ποτέ δεν ήταν υψηλά στα μάτια μου...μα γκρι??), θίχτηκε με το πάτωμα και το έσπρωξε με το πόδι του κατευθυνόμενος προς μια καρέκλα μπρος στο μπαρ. Κάθησε απέναντί μου και περίμενε. Πόσο ήθελα να χορέψω! Πόσο ήθελε το πάτωμα να χορέψω! Μα που θα πάει, θα φύγει κάποτε ο χοντροκέφαλος....Δεν θα φύγει???

Δεν θελω να διαβασω.




Μα πως τυχαίνει άτιμε σκύλε? Κάθε φορά που αποφασιστικά ανοίγει τους μπλεγμένους με σκόνη και αρρώστια φακέλους του, ο κόσμος να χωρίζεται στα δύο? Χαμηλώνει τα μάτια-χειμώνας. Σηκώνει το βλέμμα- κραιπάλη . Επιλέγει. .?
Με το ένα πόδι στα σκατά και το άλλο στο όνειρο στέκεται ανυπόμονος περιμένοντας να τον κυνηγήσει κάποια ισορροπία. Τον πλησιάζει μία. Τα μάτια του γουρλώνουν ζωηρά και παιχνιδιάρικα, τα χείλη του, με τα ίδια επίθετα σουφρώνουν. Χαμηλώνει το κορμί του. Σηκώνει την μία φτέρνα του ελαφρά απ' τα σκατά, δίνει το βάρος στο όνειρο και σε απόσταση αναπνοής πια από την ισορροπία, εκτοξεύεται με φόρα πριν αυτή τον ακουμπήσει. 

Το Πρωινό

Ονειρεύτηκα πως είχα ένα παιδί.
Ένα αγγελούδι με μαύρα μαλλιά και μαύρα μάτια.
Άκουγε Μπαχ και χόρευε τανγκό.
Ζωγράφιζε όμορφα τοπία.
Κι ύστερα ήρθε ο μπαμπάς του.
Δεν τον ήξερα.
Ήθελε να μείνει μαζί μας.
Δεν τον θέλαμε.
Ύστερα το παιδί τον αγάπησε και τον ήθελε περισσότερο από εμένα.
Νευρίασα και τον έδιωξα.
Το παιδί μελαγχόλησε.
Νευρίασα και το έφαγα.
Το πρωί ξύπνησα χορτάτη.