Τhe Boy- Το τσεκούρι

Κάθε μέρα ονειρεύομαι να παίρνω το τσεκούρι μου και να βγαίνω στο δρόμο...κάθε μέρα. Κάθε μέρα...
Κάθε μέρα ονειρεύομαι να παίρνω το τσεκούρι μου και να βγαίνω στο δρόμο. Κάθε μέρα... Να σας χτυπάω δυνατά. Και να σας διαλύω. Να εξαφανίζω επιτέλους τους εφιάλτες μου. Τους τρομοκράτες μου. Κάθε μέρα. Κάθε μέρα...

{xwris titlo}

8elw na sto fwnaksw
ka8e fora pou me koitazeis me ta lampera matia sou
ka8e fora pou mou xamogelas
ka8e fora pou se parathrw na gelas
otan me agkizeis
otan me filas
otan kanoume erwta
omws to parel8on mou einai toso asxhmo pou fovamai
fovamai min kanw ta idia la8h
fovamai thn epanalhpsh
fovamai emena
fovamai esena
fovamai ton hxo ths fwnhs mou
fovamai ton xrono
twra klaiw
klaiw gia mena
kai gia sena
gia to twra kai gia to prin
misw to prin
tous misw olous
se ekeinous to psi8irisa
esena 8a sto fwnaksw!

Ευχές και Δώρα Νο4

Ρώτα με. Ρώτα με αυτά που έχεις στο μυαλό σου. Εδώ και χρόνια, ή μόλις τώρα. Ρώτα με από τα πιο απλά, μέχρι και τα πιο απίστευτα. Ρώτα με οτιδήποτε. Θα σου δώσω απαντήσεις σε όλα. Ρώτα με πόσα είναι τα αστέρια, πότε θα πάμε για καφέ, αν θα έδιωχνα τη γάτα μου για να κρατήσω το σκύλο σου, αν θα έρθω μέσα στο αβάσταχτα ζεστό βράδυ στο σπίτι σου για να σε βοηθήσω να βάλεις το σκουλαρίκι σου, ρώτα με αν μου λείπουν οι μαλακίες σου, αν θα προσπαθούσα ξανά να επικοινωνήσω ακόμα κι αν εσύ παραμείνεις όπως είσαι τώρα, ρώτα με αν ξέρω να φτιάχνω λάμπες, αν μπορώ να καταπιώ γυαλί χωρίς να κοπώ, αν θα σου κεράσω το ούζο σου το βράδυ, αν θα σου κρατάω το κεφάλι όταν θα ξερνάς, αν θα κρατήσω μυστικό το λόγο που μέθυσες, ρώτα με αν έκανες ποτέ κάτι που με πλήγωσε... Ρώτα με οτιδήποτε. Θα σου απαντήσω σε όλα, αρκεί να μπεις στη διαδικασία να σκεφτείς.

Μεθυσμένοι ξεν(οι)έρωτες

Παραπατώντας σε μεθυσμένους κύκλους πάνω στο πάτωμα κάποιου ξεχασμένου μπαρ, παραμιλώντας σε μια γλώσσα που ήξερε πως κανείς δεν ήξερε, σκόνταψε πάνω στο πρόσωπο του χθεσινού ονείρου, της αυριανής επιθυμίας. Χαμογέλασε με μισόκλειστα μάτια, κι εφόσον είχε ανταπόκριση αποφάσισε να μιλήσει. Τίποτα. Η μεθυσμένη γλώσσα σαν άνοιγε το στόμα αρνούνταν να βγάλει ήχους. Ήταν πρόθυμη όμως να εξωτερικεύσει όλα όσα είχε εσωτερικεύσει πριν κάτι ώρες. Γι αυτό αποφάσισε το στόμα να κλείσει και να απομακρυνθεί. Στον τελευταίο παραζαλισμένο κύκλο αυτής της τραγωδίας, τα πόδια λύγισαν κι όλα σκοτείνιασαν... Χέρια σήκωσαν το σώμα ψηλά, το ακούμπησαν πάνω στο δικό τους σώμα, τα χείλη φίλησαν το μέτωπο και ψιθύρισαν μέσα στο σκοτάδι "Ώρα να σε πάμε για ύπνο". Ήξερε το δρόμο, το σπίτι, πού να βρει τα κλειδιά, σε ποιό δωμάτιο να αφήσει το σώμα (αυτό που αύριο δεν θα θυμόταν τίποτα) κι όπως αθόρυβα κι απρόσωπα εισέβαλε, το ίδιο απαλά αποχώρησε για άλλο ένα βράδυ.