Χτύπησε το κουδούνι. Πράγμα που με ξύπνησε. Άρα ήμουν ξύπνια? Τέλος πάντων. Σηκώθηκα. Άνοιξα την πόρτα χωρίς να ρωτήσω ποιος είναι. Έχει στ’αλήθεια κάποιος την περιέργεια να μάθει ποιος ήταν? ΈΧΕΙ? Ήταν ο ταχυδρόμος. Σε αυτόν τον κόσμο οι ταχυδρόμοι είναι γοητευτικοί αράπηδες γύρω στα σαράντα, οι οποίοι παρ’όλο που δεν έχουν καμία πανεπιστημιακή μόρφωση, πάνε πακέτο με μία πολύπλοκη προίκα αφρικανικής φιλοσοφίας , (ακόμα και αν κατάγονται απ΄την Αργεντινή) , γεγονός που εξηγεί την ιδιόμορφη καλημέρα του : « Η ομορφιά σου είναι εγκλωβισμένη στο χέρι σου. ‘Αφησέ την να τρέξει, να χορέψει και να πιεί νερό». Σούφρωσα τα χείλη μου μπουκώνοντας μέσα μου ένα «Μμ» (2 μ) , και κούνησα καταφατικά το ακόμα σε στάδιο ύπνου, κεφάλι μου, εννοώντας όσο μπορούσα κάτι σαν «ναι, έχεις δίκιο, συμφωνώ με την κακή σου ποίηση που θυμίζει κοέλο στα καλύτερά του, ακόμα και αν δεν έχω πάρει ναρκωτικά». Οδήγησα με ευλάβεια το χέρι μου εκεί που μου έδειχνε, κάνοντας κατανοητό ότι θα ξεκλειδώσω την ομορφιά μου στο χαρτί του όπως με συμβούλεψε. Όταν τελικά αντίκρισα την λέξη που με προσδιόριζε, παρατήρησα ότι θα μπορούσε να διαβαστεί και ως Παπόυτσου ή Παπολμλο ‘η Π και μία άσχημη ζωγραφιά. Μα τίποτα από όλα αυτά δεν είχε σημασία. Μόνο η περιέργειά μου για τον φάκελο που κρατούσε στο χέρι του. Αφού άρπαξα το γράμμα μου, έκλεισα την πόρτα ευγενικά και κατευθύνθηκα στο μπαλκόνι. Στρογγυλοκάθησα σε ένα σετ επίπλων πλαστικού, παρέα με μία άδεια κούπα. ‘Αρχισα να την κοιτάω επίμονα προσπαθώντας να προκαλέσω υπερφυσικά φαινόμενα, αλλά μετά κατάλαβα οτι ήταν πολύ πρωί για να την γεμίσω καφέ τόσο εύκολα. ‘Ετσι ξεκίνησα λοιπόν, έτσι ξεκίνησα να διαβάζω το γράμμα.
«Λατρεμένη πριγκιπέσα μου,
Χθες άφησες εδώ μία τρίχα απ’τα μαλλιά σου, μια σεβαστή ποσότητα διοξειδίου του άνθρακα και ίχνη από σπυρέλαιο στο μαξιλάρι.
Σε παρακαλώ, μην μου τα ζητήσεις πίσω.»
Ένα καμπανάκι χτύπησε μέσα μου και άρχισα να φοβάμαι. Ε, εντάξει, δεν φοβήθηκα κιόλας, αλλά αναστατώθηκα. Δεν είχα ιδέα από ποιόν ερχόταν. ‘Ηταν αλλόκοτο. Το μετέτρεψα σε κακοφτιαγμένη μπαλίτσα και της έδωσα την απαραίτητη ώθηση για να σκίσει την καπνίλα του δωματίου και να προσγειωθεί στο εσωτερικό του κάδου, όπου φυλούσα τα πάντα εδώ και ενάμιση μήνα. Ακόμα και εσένα.