Είναι περίεργο, αλλά αν προσπαθήσεις, θα το παρατηρήσεις. Στους φίλους σου, στους άλλους, σ’ εμένα, ακόμα και στον ίδιο σου τον εαυτό. Ας το παραδεχτούμε λοιπόν, δεν είναι κοινό μυστικό. Είναι δεδομένο. Γράφουμε όλοι όταν είμαστε χάλια. Όταν πονάμε, όταν νιώθουμε μίσος, οργή, όταν ο τόπος δεν μας χωράει ή μας καταβροχθίζει. Όταν τα λόγια δεν βγαίνουν απ’ το στόμα μας, αλλά κρέμονται απ’ το λαρύγγι και μας πνίγουν. Τότε κυρίως είναι που τρέχεις μέσα στο σπίτι και πετάς τα πάντα πάνω απ’ το γραφείο, αναποδογυρίζεις τσάντες, βιβλία, ακόμα και τα παπούτσια για να βρεις ένα μολύβι ή ένα στυλό για να βγάλεις σε ένα χαρτί όσα αισθάνεσαι… εντάξει, σίγουρα γράφουμε κι άλλες φορές, όπως όταν έχουμε μια πολύ όμορφη ονειροπόληση, αλλά εγώ προσωπικά προτιμώ οι ονειροπολήσεις μου να παραμένουν ονειροπολήσεις: άυλες άπιαστες εύπλαστες και ανύπαρκτες. Γιατί όπως είχε πει και ο Πόουπ (θυμήθηκα, παίρνω και όρκο) ‘είναι τόση η μηδαμινότητα των ανθρώπινων πραγμάτων, ώστε με εξαίρεση το αυθύπαρκτο ον, δεν υπάρχει τίποτα ωραίο εξόν απ’ αυτό που δεν υπάρχει.’ Και γιατί όπως είχε πει και μία φίλη «όταν συμβαίνουν όμορφα πράγματα θέλεις να πιείς και την τελευταία σταγόνα χαράς που σου προσφέρεται, οπότε που χρόνος να γράψεις;». Και προσωπικά πιστεύω πως είναι αλήθεια… έχω πολλές όμορφες στιγμές να περιγράψω. Όπως το να βρίσκεις ένα υπέροχο μωβ λουλούδι μέσα στην πόλη -και να μην είναι πλαστικό. Κι ενώ το έχεις στα χέρια σου να νιώθεις σαν να κρατάς το πιο πολύτιμο πράγμα σ’ ολόκληρο τον πλανήτη. Όταν σε παίρνει τηλέφωνο μία φίλη που βρίσκεται σε συναυλία για να ακούσετε μαζί ένα τραγούδι που της είχες αφιερώσει πριν σχεδόν ένα χρόνο. Όταν κάθεσαι στην παραλία και νιώθεις τον ήλιο να σου ζεσταίνει το δέρμα και να σου ανοίγει το μαλλί (που παρόλο που εδώ και μήνες είναι μαύρο, μπορεί και χρυσαφίζει ακόμα). Όταν σε πλησιάζουν όλα τα αδέσποτα στη σχολή και αποδεικνύεται πόσο κοπρίτης είσαι. Όταν κάθεσαι στο παλιό σου στέκι και κοιτάς καχύποπτα όλα τα ‘μικρά’ που νομίζουν πως θα σου πάρουν τη θέση. Κι επειδή ξέρουν πως αυτό δεν γίνεται, υποχωρούν. Γιατί κανέναν δεν αφήνεις να κλέψει τις παλιές αγαπημένες συνήθειες του καλοκαιριού, όπως το παγωμένο τσάι, τις φίλες σου, τα δυνατά γέλια και την απελευθέρωση των συναισθημάτων και των συμπεριφορών- τον θάνατο του καθωσπρεπισμού- όπως το να βγάζεις τα παπούτσια σου στην καφετέρια και να ρεύεσαι δυνατά, κι ας «θίχτηκε!!» η παραδίπλα απέναντι. Τα κλεφτά συνωμοτικά βλέμματα με ανθρώπους που σε ξέρουν πλέον καλά για να μην χρειάζεται να μιλήσεις. Και μετά το γέλιο. Τα απλά συνηθισμένα αγγίγματα που σε ηλεκτρίζουν φωνάζοντας ότι είναι κάτι παραπάνω από απλά και συνηθισμένα. Αυτά και πάρα πολλά άλλα, προτιμώ να τα ζω παρά να τα γράφω. Τα άσχημα πράγματα που μου συμβαίνουν τα γράφω για να εξαγνιστώ, για να τους δώσω σώμα και μορφή ώστε στο μέλλον να τα αναγνωρίζω και να τα αποφεύγω. Ή αν κάποιες στιγμές η μνήμη μου με ξεγελά και τα παρουσιάζει κάπως πιο ρόδινα, να μπορώ να τα καλέσω σε μια συνάντηση υπενθύμισης, κάτι σαν
reunion συναισθημάτων, ώστε να μην χρειαστεί να ξαναπέσω στην ίδια παγίδα. Και για αυτό δεν γράφω τα εξαίσια πράγματα που μου συμβαίνουν, για να μην τα απομυθοποιήσω. Η γλώσσα που μού μίλησαν οι άνθρωποι και έμαθαν κι εμένα να μιλώ δεν μπορεί να περιγράψει τα όμορφα πράγματα που βλέπω σκέφτομαι ζω. Όταν τα γράφω ή τα λέω, νιώθω ότι μαραίνονται, πεθαίνουν, χάνουν το πραγματικό τους χρώμα. Ίσως να είναι δικό μου το λάθος. Αλλά είναι δική μου επεξήγηση, οπότε μπορώ να γράψω ό,τι θέλω. Συμπερασματικά- όπως με ανάγκαζαν να κάποτε να γράφω στα άψυχα κείμενά μου- ίσως να νιώσεις άσχημα πράγματα όταν διαβάζεις κάτι δικό μου, ίσως για μένα, ίσως για σένα τον ίδιο, αλλά μην στεναχωριέσαι. Φυλάκισα τον τρόμο στις λέξεις και τον καταδίκασα σε διαπόμπευση σε κάθε ανάγνωση. Γιατί έτσι έμαθα να τον αντιμετωπίζω και να τον νικάω.
Γι αυτούς που τρόμαξαν ή αρνήθηκαν όταν είδαν το σκοτάδι. Λυπάμαι που δεν εξήγησα προφορικά αλλά εκφράζομαι καλύτερα γραπτά. Κι επειδή σίγουρα υπάρχουν κι άλλοι σαν εσάς που προτιμούν το φως (ναι, έχω την ψευδαίσθηση ότι δεν διαβαζόμαστε μεταξύ μας) σας ενημερώνω πως μόλις ξυπνήσω μέχρι να κοιμηθώ ακούω μουσική, αγαπάω τα χρώματα, τις χάντρες, τις πεταλούδες και τις γάτες- αν και είναι κακός συνδυασμός- ονειρεύομαι συνέχεια, χαμογελάω σε αγνώστους, ερωτεύομαι οτιδήποτε και δυσκολεύομαι πολύ να το πάρω απόφαση να δημοσιεύσω κάτι. Voila!
Mirror.
ΑπάντησηΔιαγραφή