Ενα δέντρο ξεκίνησε οικειωθελώς την ζωή του πανω στο τραπέζι. Η ώρα πήγε δύο και δύο μάτια δεν παρέλειψαν να το παρατηρήσουν. Πάνω στο μάρμαρο στεκόντουσαν ανυπόμονες οι κάμποσες βαλίτσες σου. Oύτε αυτές αντέχανε την ασφυξια της μισής ώρας. Μία ανησυχια σκάει στο τραπέζι σαν καρπός. Την αρπάζεις και την τρως. Θα βρεις άραγε ταξί? Γυρνάω πλάτη, δεν θέλω να σε βλέπω. Το ρολοϊ με ειδοποιεί...δύο και δέκα. Καταραμένη οπτική αίσθηση, μερικές φορες στρέφεσαι εκεί που δεν με συμφέρει. Αναστενάζω χωρίς να ξεχάσω να προσποιηθώ καποια έλλειψη οξυγόνου. Σε κοιτάω, κοιτάς το δέντρο, κοιταει τις βαλίτσες και θλιμμένα πετάει τον τελευταίο του καρπό γι' απόψε. Τον παίρνεις και τον τρως. Οι βαλίτσες σου τσιρίζουν. Mερικές έχουν βουρκώσει. Το δέντρο γέρνει και κοιμάται. Φτάνει για σήμερα. Θα βρεις ταξι άραγε? Σιωπή. Slow Motion. Η ώρα πήγε δυόμιση. Δεν θέλω να φύγεις. Σου εύχομαι να βρεις γρήγορα ταξί.
Στον αδερφό μου, Πειρατή