Κεφάλαιο 6 - Η Μάχη


Κάτι σε αυτά που άκουσα με έκανε να εκνευριστώ και τα νεύρα μου πάντα υποχωρούν όταν τα βήματά μου οδηγούν στην τουαλέτα. Μία στιγμή αργότερα καθόμουν σε μια τρύπα, συγκεντρωμένη στο να απελευθερώσω τον φουσκωμένο μου εαυτό. Ίδρωσα στην προσπάθεια. Χρειαζόμουν νερό, το οποίο και ήπια, αφού πρώτα απαλλάχτηκα από τα μικρόβια σαλμονέλας που καραδοκούσαν στις παλάμες μου. Κοιτάχτηκα στον καθρέφτη. Η πρώτη μου σκέψη ήταν πως ήμουν  όμορφος. Η δεύτερη πως δεν μου άξιζε να είμαι όμορφος. Η τρίτη πως τελικά δεν ήμουν. Έσκυψα το κεφάλι και περπάτησα προς την πόρτα. Μία κατσαρίδα με χαιρέτησε χαμογελώντας. Σταμάτησα για να την χαιρετήσω και εγώ. Είμαι τυπικός σε αυτά τα θέματα. Δεν κουνήθηκε η καριόλα! Απλά με κοιτούσε με τα τεράστια, αηδιαστικά, γεμάτα ειρωνεία, μάτια της και μου χαμογελούσε. Ήμουν εκατοντάδες φορές μεγαλύτερος σε όγκο από αυτήν. Γιατί δεν με φοβόταν? Μήπως μπορούσε να με ψυχολογήσει? Μήπως μπορούσε να καταλάβει πως δεν μπορούσα να της κάνω κακό? Έκανε δύο κατσαριδικά βήματα προς το μέρος μου, προκαλώντας με στην γνωστή μονομαχία ανοιχτών ματιών. Δύο βλέμματα ήταν διακριτά σε εκείνο το μέρος ,το οποίο τύχαινε να είναι και το ‘μέρος’. Το ένα ήταν σαρκαστικό, ειρωνικό και (κατά ένα περίεργο τρόπο) αφ’ υψηλού. Το δεύτερο, απαθές. Το πρώτο αντιστοιχούσε στο βρωμερό ζωύφιο. Αυτό που περισσεύει σε μένα. Έκανα δύο ανθρώπινα βήματα προς την ήδη ηττημένη μεριά της, κάνοντας κατανοητό πως δεχόμουν την πρόκληση. Κοιτιόμασταν για ώρα. Δεν ξέρω για πόση. Ας υποθέσουμε πως το  χρονικό αυτό διάστημα  ισούται με Δx. Όπου Δx=t(τελικό)-t(αρχικό). Όπου t(τελικό)=το δευτερόλεπτο κατά το οποίο τα βλέφαρά μου δεν άντεξαν και ασυνείδητα έκλεισαν. Πριν τα ανοίξω, πρόλαβα να ευχηθώ να μην το έχει προσέξει. Όταν όμως τα άνοιξα ήταν πια αργά. Είχε παρατηρήσει την απουσία  των δύο λαμπερών κόρων μου και εγώ είχα καταλάβει πως είχα πλέον χάσει. Περπάτησα προς την πόρτα και με την άκρη του ματιού μου είδα ξανά το ηλίθιο χαμόγελό της. Βγήκα. ‘Μόλις έχασα από μια κατσαρίδα’ , σκέφτηκα. Έκλεισα την πόρτα. Έκλεισα και τα μάτια μου. Απέβαλα απ’ τη μνήμη μου την ντροπιαστική ήττα  και προσποιήθηκα στους τοίχους, πως ήμουν ένας ευτυχισμένος άνθρωπος, που μόλις είχε καταθέσει κάποια ml κιτρινωπού υγρού και μερικά γραμμάρια σκούρας και σκληρής, νεκρής οργανικής ύλης, στην τράπεζα  τροφής των αποικοδομητών της γειτονιάς.  


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου