Βραδάκι. Σύντομα θα ξημερώσει. Και θα 'ναι πάλι Κυριακή...

Κυριακές παρακμής.Κυριακές ατελείωτες, που περπατούν με βήμα νωχελικό μέσα στους άδειους δρόμους,με κακοζωσμένο πατελόνι,ένα τραγούδι στο μυαλό και χέρια σταυρωμένα στην πλάτη.Κυριακές χωρίς ψεύτικες χαιρετούρες και παγωμένα χαμόγελα.Κυριακές σκεφτικές,με το κεφάλι μια στον ουρανό και μια στο πάτωμα.Κυριακές που είτε είναι αφηρημένες είτε παρατηρούν.
Κυριακές στο λιμάνι,καθισμένες πάνω σε βράχια,με γεύση τσιγάρου στα χείλη τους,να σκέφτονται πώς θα 'ταν αν πετούσαν.Κυριακές που αφήνουν τα μάτια τους να χαιδέψουν το γαλάζιο που χωρίζει τη βάρκα στον ορίζοντα από το γλάρο στον ουρανό.
Κυριακές που κοιτούν τους ανθρώπους στα πρόσωπα.(Σήμερα οι άνθρωποι έχουν αφήσει τις ψυχές τους να ζωγραφίσουν στα πρόσωπά τους.Μα οι κυριακές δεν βλέπουν τίποτα σ' αυτά.)Κυριακές που αποφασίζουν να σηκωθούν και να γυρίσουν σπίτια τους.Και καθώς περπατούν στο δρόμο δίνουν ένα χάδι σ' ένα από αυτά τα αδέσποτα που ποτέ δεν κοιτάζουν πίσω.Γιατί έμαθαν τους ανθρώπους που φεύγουν.Και οι Κυριακές εύχονται να ήξεραν κι αυτές.
Κυριακές με άδειο στομάχι και κάτι ψιλά στην τσέπη.Κάποιοι τις πλησιάζουν με ανοιχτό το χέρι.Τους μιλούν για ένα πρόβλημα που μοιάζει με κακό θεατρικό.Βλέπουν το ψέμα στα μάτια τους.Μα αυτές το παίζουν χαζές και τους δίνουν τα ψιλά της ψυχής τους.Έτσι κι αλλιώς,τι θα τα έκαναν;
Κυριακές κλειδωμένες έξω απ'το σπίτι,καθισμένες στα σκαλιά της πόρτας προσπαθούν να μην σκέφτονται.Δεν μπορούν...Ξαφνικά ακούγεται ο ηχος του τηλεφώνου μέσα απ' το σπίτι.Δεν απορούν ποιος να 'ναι,ούτε ποιος θα το σηκώσει.Απορούν μονάχα από πότε έχουν να ακούσουν αυτον τον ήχο.Κυριακές που κοιτάζουν τους λιγοστούς ανθρώπους.Σαν σάπιοι σέρνουν τα πόδια τους στα πεζοδρόμια και χαζεύουν τις φιγούρες τους στις βιτρίνες.Πάντα προβλέψιμοι,ανακατεύουν τις φιλοδοξίες τους μέσα στα κεφάλια τους.Κι έπειτα περνούν μπροστά απ' τις Κυριακές και τους ρίχνουν ένα βλέμμα υποτιμητικό για την ανάκατη μορφή τους και το σβησμένο φως στα μάτια τους.
Κυριακές παρακμής.Η μια σέρνει την άλλη,δεμένες με αλυσίδες με έξι κρίκους.Κι εσύ ένας ψύλλος πάνω τους,πάς όπου πάν' κ αυτές.Είτε σ' αρέσει είτε όχι.Είτε και τα δύο. Πηγαίνεις στο κατώφλι θες δεν θες. Τους ανοίγεις την πόρτα, τους λες ποιός ήταν στο τηλέφωνο και τις ρωτάς πως ήταν η μέρα  τους..

Από:  Αυτό που δεν υπάρχει

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου