Ο κώδικας των αεροδρομίων

Πάει καιρος..που δεν σκέφτηκε,που δεν βρήκε τα κατάλληλα εναύσματα για να σκεφτει.Ούτε τώρα θα το κάνει. Ξύπνησε εκείνο το πρωί και ήξερε οτι όφειλε να το πει, να αφήσει αυτούς να  ξέρουν ,τους αξίζει να ξέρουν.

Αυτός ο κώδικας είναι υπερβολικά απλός,οχι σαν αυτούς που ξέρεις.-Μην απογοητεύεσαι,δεν θα ακολουθήσει ακομα μια τεχνοκρατική σκέψη-. Είναι ένας ενστικτώδης κώδικας
Σςςς.
Τώρα μιλάει το σώμα.

Η ανοιχτή βεντάλια στα χέρια μιας γυναίκας αποτελεί κλασικό μέσο άσκησης γοητείας .Καλύπτει το μισό της πρόσωπο πίσω απο τη βεντάλια, την κουνάει απαλά κοιτώντας τον άντρα και τον προκαλέι ν'ανακαλύψει αυτό που επιτηδευμένα του κρύβει.

Αεροδρόμιο .
Κάνει αέρα μ'ένα βιβλίο και ρίχνει κλεφτές ματιές στον άντρα που έχει επιλέξει.Αν αυτός γνωρίζει τον κώδικα,αυτομάτως θα λάβει το μήνυμα: "Σε πέντε λεπτά ,στην τουαλέτα  των ανδρών".-Πάντα στων ανδρών γίνεται, προκαλεί λιγότερη αμηχανία εκει-.
Τα λόγια καλύτερα να λείπουν. Χωρίς ονόματα, χωρίς διευθύνσεις.Όσο λιγότερα γνωρίζει ο ένας για τον άλλο τόσο καλύτερα.
Αν δεχτεί την πρότασή της θα ακουμπίσει το βιβλίο στα πόδια του, θα χαμογελάσει και δυο λεπτά αργότερα θα σηκωθεί και θα φύγει.(!)
Αν αρνηθεί ,απλώς θα προσποιηθεί.Θα συνεχίσει να διαβάζει, θα κοιτάξει αλλού, οτιδήποτε τέλως πάντων θα την κάνει να πιστέψει οτι δεν γνωρίζει τον κώδικα, απαλάσσοντας την έτσι απο την αμηχανία.
Η ώρα πέρασε και η επιβίβαση αρχίζει.Σε λίγο μια φωνή ακούγεται απο το μικρόφωνο "Καλώς ήρθατε στη λέσχη των ανομολόγητων πόθων" .

Σ'αυτούς που φεύγουν.
Οπτικοακουστική συνοδεία  http://www.youtube.com/watch?v=r4_eUSm0S54

Καλή Χώνεψη!

   Ας υποθέσουμε ότι πας σε ένα εστιατόριο για φαγητό.Ούτε πρωτοκλασάτο,ούτε πεταμένο. Κάτι που αντέχει η τσέπη σου και το φαγητό του τρώγεται.Πας,κάθεσαι και παραγγέλνεις το πιάτο της ημέρας,χωρίς να δεις τι είναι.Γιατί τόσο καιρό τρως σ' αυτό το μαγαζί.Εμπιστεύεσαι την κουζίνα του. Και εκτός αυτού,σ' αρέσουν κι οι εκπλήξεις -όσον αφορά τα απλά πράγματα, πάντα. Περιμένεις,στριφογυρνάς στην καρέκλα σου, γιατί ανυπομονείς να δεις τι θα φας και είμαι σίγουρη ότι αν είχες ουρά θα την κουνούσες. Το καταλαβαίνω απ'το χαμόγελο στα μάτια σου. Περνάει λίγη ώρα και ο σερβιτόρος έρχεται,αφήνει μια πιατέλα καλυμμένη μπροστά σου και φεύγει με ελαφρά πηδηματάκια και τον αέρα πεταλούδας. "Ας του πει κάποιος που δουλεύει",σκέφτεσαι και κρυφογελάς. Ανοίγεις την πιατέλα και το γελάκι σου κόβεται μαχαίρι. Ανακατεύεσαι απ' το θέαμα, κρατάς το γεμάτο απ' τα σωθικά σου στόμα σου και σπρώχνεις πίσω την καρέκλα σου.Τι βλέπεις? Στο πιάτο σου κείτεται ένας αρουραίος γδαρμένος και άψητος. Και έχει και μια ουρά....Δεν θα την ξανακουνήσει,μην αγχώνεσαι! Επαναφέρεις με κόπο τα σωθικά σου εκεί που θα 'πρεπε να βρίσκονται και με τρεμάμενη φωνή -είσαι ακόμα σοκαρισμένος- καλείς το σερβιτόρο.
-Τι είναι αυτό;;Γιατί μου τό 'φερες αυτό τοττοτο...το απαίσιο πράγμα?? ρωτάς
-Α,δεν φέρω καμία ευθύνη για τα πιάτα,εγώ είμαι ένας απλός σερβιτόρος σε ένα απλό εστιατόριο, απαντάει λες και έχει ακούσει τη σκέψη σου.
Αντιλαμβάνεσαι αστραπιαία το κύρος σου ως πελάτης,υψώνεις φωνή και ανάστημα και απαιτείς να σου παρουσιαστεί ο σεφ χτυπώντας το χέρι σου στο τραπέζι. Το φαϊ σου αναπήδησε κι εσύ αναγούλιασες,αλλά ευτυχώς ο σερβιτόρος έχει "πετάξει" ως στην κουζίνα,οπότε δεν έχασες το κύρος σου. Μέσα σε δευτερόλεπτα,εμφανίζεται μπροστά σου ένας κυριούλης που φοράει το καπέλο του σεφ και την ποδιά του χασάπη. Κοιτάς τα αίματα στην ποδιά και είσαι σίγουρος ότι αυτός είναι ο υπεύθυνος της εκπληξής σου.
-Γιατί,πώς,τι σκεφτόσουν?? ρωτάς ταραγμένος.
Κι αρχίζει το ποιηματάκι του:
-Ήταν στην αποθήκη με τα τρόφιμα καιρό τώρα,πολλοί σαν κι αυτόν,αλλά δεν μπορούσα να τους καταπολεμήσω,καθώς μαζεύονταν όλο και περισσότερα τρόφιμα και όλο και περισσότεροι πελάτες έρχονταν για φαγητό.Όμως όλοι έτρωγαν συγκεκριμένα φαγητά,οπότε κάποια έμεναν.Δεν πετάχτηκαν ποτέ τα μπαγιάτικα.Τα έτρωγαν αυτοί, λέει δειχνοντας το πιάτο σου.Δεν το κοιτάς,περιμένεις να δει που θα καταλήξει.
-Και?
-Ε,και κάποια στιγμή οι αρουραίοι ήταν περισσότεροι απ' τα τρόφιμα.Έφαγαν τα πάντα.Άδειασε η αποθήκη από φαγητά και γέμισε καλαναθρεμένους αρουραίους. Οπότε αποφάσισα για κάποιο καιρό να έχω ως κύριο-και μόνο- πιάτο γεμιστούς αρουραίους. Το φαγητό σας βρίσκεται στο στομάχι του!...

   Τώρα ας πούμε ότι είσαι εσύ εσύ.Αυτός δηλαδή που πάει στο εστιατόριο. Η αποθήκη με τα τρόφιμα είναι η αποθήκη των συναισθημάτων σου.Τα τρόφιμα που θέλουν να τρώνε οι πελάτες -δεν βγαίνεις απ' έξω,κι εσύ πελάτης είσαι- είναι, όπως καλά κατάλαβες, τα θετικά και όμορφα αισθήματά σου. Είναι αυτά που βγαίνουν προς τα έξω και πάνε ευχάριστα για κατανάλωση.Αυτά που μένουν και μπαγιατεύουν είναι τα αρνητικά σου αισθήματα. Ναι ρε παιδάκι μου,δεν έχουν ωραία γεύση ή υφή στο στόμα,και σε πειράζουν στο στομάχι.Ξέρω.Είχες σκεφτεί όμως ποτέ ότι τα άσχημα συναισθήματά σου αν μείνουν καιρό στην αποθήκη θα μαζέψουν "αρουραίους" και άλλα "αντιπαθητικά ζωύφια" τα οποία θα αρχίσουν να τρώνε και τα ωραία σου "φαγητάκια"?? Μήπως πρέπει να τα φας κι αυτά κάποτε? Ή αν όχι να τα φας..να τα ακουμπήσεις,να τα κοιτάξεις,να τα επεξεργαστείς?Να τα πετάξεις??
Δεν ξέρω αν το κατάλαβες,αλλά εγώ είμαι ο γαμημένος σεφ.
Θα μου κάνεις παράπονα? Εσύ ήρθες στο μαγαζί μου.
Θα με προσβάλλεις γι αυτό που σου πρόσφερα? Δικό σου είναι.Όσο φταίω εγώ,φταίς κι εσύ.
Δεν θα ξανάρθεις στο μαγαζί μου?Η αποθήκη με τα τρόφιμα θα είναι πάντα η ίδια.Η δικιά σου. Απλά άλλοι σεφ θα έχουν ψήσει τον αρουραίο σου,θα του έχουν κόψει την ουρά και θα τον έχουν καλύψει με πυχτή σάλτσα.
Τελικά??Τι θα κάνεις?? Θα βγάλεις στο φως τα "σκουπίδια" σου ή να σου τρίψω το κρέας στη μούρη?
Ανυπομονώ για την απάντηση.

Μενέλαος Λουντέμης - Έκσταση (απόσπασμα)

... Μα πότε είναι ήρεμη μία νύχτα; Όταν δεν φυσάει;δεν έχει αστραπόβροντα; Μου φαίνεται πως όχι. Όταν η νύχτα κάνει χαλασμό έξω την ακούμε. Μας ειδοποιεί πως είναι μία νύχτα θυμωμένη, μία νυχτα που φοβερίζει γιατί δεν μπορεί να καταστρέψει. Καθήσατε όμως ποτέ να ακούσετε μια ήσυχη νύχτα; Όχι. Είναι γιατί τότε μας ακούει εκείνη. Είναι μια νύχτα τυφλή, μπορεί και πεθαμένη. Πώς μπορείτε λοιπόν να κοιμηθείτε τότε; Πώς μπορείτε να παραδοθείτε στην αγκαλιά μιας νεκρής;
Οι νύχτες αυτές είναι ασέληνες,μαβιές,έχουν τη μαυρίλα του έβενου. Είναι φόβος να σε πετύχουν στον ύπνο και να σε καταποντίσουν, να σε διαλύσουνε μες στο έρεβος. Κάθε τέτοιες νύχτες, κάτι φυλές της ζούγκλας ανάβουν μεγάλες φωτιές κι ως το πρωί χτυπάνε αδιάκοπα το ταμ-ταμ...

Γράμμα για το Γράμμα


Υποστηρίζουν...Υποθέτω.Υπολογίζω? Τέλος πάντων,κάποιο ρήμα από "υπό" στην αρχή της πρότασης, πως όταν ξεκινά κάποιος ένα γράμμα, το απευθύνει σε κάποιο πρόσωπο με σκοπό να το στείλει. Όμως αυτά που χτυπιούνται μες στο μυαλό μου ζητώντας να βγουν..πφφ..δεν ξέρω σε ποιανού το μυαλό να τα χώσω, και αυτό -ή ακόμα και ο ίδιος- να μην εκραγεί. Αλλά πρέπει,θέλω,έχω ανάγκη να τα πω.Θα τα γράψω. Θα γράψω αυτό το γράμμα. Και το γράμμα μου θα το στείλω στο γράμμα μου. Δηλαδή θα το αφήσω εκεί που γεννήθηκε.

Γράμμα μου,
      απελπίζομαι. Θέλω να ουρλιάξω. Μπορώ? Σαφώς και μπορώ! Πιθανόν να είναι λίγο τσιριχτά στην αρχή,αλλά μετά θα αποκτήσει το απαραίτητο βάθος για να τραβήξει αυτή την αρρώστια, που με τυλίγει καιρό τώρα, προς τα έξω. Θα ξεχυθεί έξω και θα ορμήξει προς τους περαστικούς. Κάποιοι θα τρομάξουν και θα φύγουν,άλλοι θα είναι αδιάφοροι, και ίσως μερικοί να μολυνθούν. Μπορεί να νιώσουν και την ανάγκη να πράξουν ομοίως. Ή απλώς να απορήσουν από που το έσκασα. Γιατί το να εκφράζω άσχημα συναισθήματα είναι αταίριαστο της εποχής μας ή -το ελάχιστο- παιδιάστικο. ΟΦΕΙΛΩ να φοράω τη χαρά στο πρόσωπό μου,σαν να είναι μόνιμο μακιγιάζ. Δεν πρέπει να δείχνω την αγωνία και τον φόβο μου για τα πιο κοντινά. Που οι φίλοι μου νιώθουν ανεκπλήρωτοι και ανικανοποίητοι με αυτά που έχουν. Και αυτό που έχουν πάντα είναι ένα θλιμμένο βλέμμα. Μπορείς να το δεις πίσω απ' τα καταναγκαστικά γελάκια μετά απ' τα κρύα αστεία που ανταλλάζουμε. Μην μας παρεξηγείς..για να ελαφρύνει η ψυχούλα μας. Και οι φίλες μου. Ω,οι τότε φίλες μου! Έχουν μείνει μισές. Τυλίγονται με ζελατίνες και περπατούν στις μύτες, γιατί άλλες είναι πιο αδύνατες και πιο ψηλές απ' αυτές. Έχουν χάσει τα μυαλά τους μαζί με τα κιλά. Όταν τις αγκαλιάζω χάνομαι στην αγκαλιά μου,καθώς τα χέρια μου επιστρέφουν σ' εμένα, κι όταν τους μιλώ, είμαι σίγουρη ότι το τσιγάρο που χτυπούν ψυχωτικά στο τασάκι,παρόλο που έχει πέσει η στάχτη, τους έχει τραβήξει όλη την προσοχή. Και σιωπώ,γιατί τρομάζω. Αλλά αυτό που με τρομάζει περισσότερο είναι το γεγονός ότι αγνοώ τους φόβους μου,μέχρι κάποιος να με βρίσει και να μου πετάξει ένα αναμένο τσιγάρο στα πόδια φεύγοντας μακρυά μου. Γιατί δεν με άντεξε. Ίσως γι αυτό δεν είχα που να σε στείλω γράμμα μου. Δεν θα σου πω ποιό είναι το "αυτό". Θα το κρατήσω για τον εαυτό μου.
Στην τελική,μάλλον εγώ φταίω. Έχω υπερβολικές απαιτήσεις,χωρίς να κάνω κάτι ανάλογο. Το μόνο σίγουρο και ειλικρινές είναι ότι δεν έχω λάβει ποτέ γράμμα. Πέρα απ' τους λογαριασμούς και τα διαφημιστικά βέβαια. Και ποτέ δεν έχω στείλει κανένα. Τα έχω σκίσει όλα. Γιατί πάντα,όπως και τώρα, νιώθω ότι κάνω ένα ακόμα λάθος.

Ζωή

Μόλις έκλεισες έναν κύκλο.
Έζησες κάτι που ολοκληρώθηκε.
Που τελείωσε γιατί έτσι έτυχε να γίνει ή γιατί έτσι ήθελε να γίνει.
Όμως το τέλος του είναι η αρχή του επόμενου σου κύκλου.
Μην ακολουθήσεις την ίδια πορεία. την γνωστή.
Με τα λάθη και τα σωστά της. Όχι!
 Ξεκινώντας τον επόμενο κύκλο,
Στάσου. Ανέπνευσε. Νιώσε.
Βάλε όλη σου την δύναμη και κάνε ένα βήμα.
Μεγάλωσε. προχώρησε .ωρίμασε.
Ζήσε διαφορετικά.
Άνοιξε τον κύκλο σου.. Άνοιξε τη ζωή σου !
Κάθε αρχή σου κ ένα βήμα μεγαλύτερη!
Και κάθε τέλος πιο ιδανικό για σένα..
Και όταν δεν θα έχεις πια την ανάγκη για ακόμη ένα κύκλο,
Γύρνα για λίγο πίσω και δες !
Δες  τι δημιούργησες!
Τόσο όμορφο..τόσο ζωντανό..τόσο εσύ!

Old and Ugly


My old friends, my old life , I miss it .
My past-self’s innocence, my guardian elf’s blanket .
My strong feet, my tireless ship, my irresponsible heat and bleak
  ..dreams, warm dreams, big dreams , small dreams .
And when I fall, sick of all these ticking clocks,
  this pain grows into me and speaks with both our voices ,
  “Dear god. Fuck you for not existing”
My old friends, my old life . Oh dog, (you little soul), I miss it all.
And now,
  just to come closer to my past,
  I’m getting old too.

Don't hold on, go get strong
Well don't you know there is no modern romance.

From then till forever with lies and alcohol


She was in her own filthy world, drinking and dancing with her friends. They were shouting and laughing with tears, oh, they all had their hopes in their glasses. She swung her own self round and round two times to dance that happy-sad song that kept playing in her mind. She wanted to cry but still in her eyes was that strong, peaceful, imprisoned joy. And there, on the top of this inelegant dance, there he was, waiting for her without knowing, grieving over her without tears, her absolute end. She stared. He didn’t notice, speaking with his friends. She walked, slow with loud steps, screaming  “Behold cruel world! For this love shall destroy your cheap senses! Look! In the edge of this spontaneous moment full of alcohol and red feelings, my lord is waiting patiently for his baby.  Speak you idiot! What do you want me to do to prove that I’m your dog?” coming closer, she took the last swig of her wine and let go the glass to break on the floor. She touched him, she softly embraced him diving into his chest, and then bit him on the neck hard enough to bleed his nerves out. And he hit her. He grabbed her by the arms and hit her. “You poisonous bitch, you will never understand what you did to me!”, he said. But she was laughing, loud and louder in every slap that she had. And then he stopped. Looked at her and hugged her so tight that she finally cried. At last, she did cry. And then they fucked their pain away to death. Until there was no more love to keep inside, no more love to give away.

Ελευθερία λόγου θέλετε????

Ελευθερία σημαίνει να μπορείς να επιλέξεις ανάμεσα σε αυτά που σου αρέσουν ένα και μοναδικό πράγμα και να είσαι έτοιμος στη συνέχεια να δεχτείς τα αποτελέσματα-συνέπειες αυτού που επέλεξες. Έτσι υποστηριζει συνεχώς ο καθηγητής μου. Και δεν το υποστηρίζει απλώς. Το λέει και λιώνει, τελειώνει και γεμίζει ο χώρος ηδονή και απελπισία, θέλεις να τρέξεις και να φύγεις, γιατί αντί να είσαι εκεί θα προτιμούσες να είσαι κάπου αλλού και να κάνεις κάτι άλλο. Αλλά δεν το κάνεις. Γιατί δεν είσαι ελεύθερος. Όχι. Αν νομίζεις ότι είσαι δεν είσαι. Το ξέρω ότι δεν είμαι ελεύθερη, οπότε μπορώ να γνωρίσω τους ομοίους μου σαν να είναι ψωριάρηδες. Είμαστε δέσμιοι των δεσμών μας. Τι λέω τώρα ε? Αλλά μπορώ να προσπαθήσω να γίνω ελεύθερη. Μπορώ και Θέλω. Οπότε θα γράψω αυτό που θέλω, εκμεταλευόμενη την τρανή ελευθερία του λόγου, που σ' αυτή τη χώρα μ' αυτούς τους ανθρώπους είναι απλά άλλη μια στολή για τις απόκριες. Και υπάρχουν πολλοί μασκαράδες όλο το χρόνο. Οπότε σας τραγουδάω : DO YOU WANNA SUCK ME? I'M A COCK
Θα τελείωσω τις εργασίες μου μόλις τελειώσω.

Ευχές και Δώρα Νο3

Σου χαρίζω αυτό το γεμάτο δάκρυα μαξιλάρι, για να έχεις υγρές νύχτες.
Δύο μικρά κίτρινα ζόμπι, για να μυρίζει ωραία το σπίτι σου.
Έναν καθρέφτη, για να βλέπεις τι είσαι.
Ένα φάντασμα, για να μην κοιμηθείς ποτέ ξανά μόνος και καταλάβεις πως έχω φύγει.

Διαβάζεται με M83- Cyborg

Σκόρπιες σκέψεις σχηματίζουν παραμορφωμένες εικόνες. Η απόσταση που μας κρατάει μακρυά ελάχιστα μέτρα. Κι όμως ήδη βλέπω τις ψυχές μας να διαμελίζουν τα σώματά μας. Κράτα την αναπνοή σου για όσο μπορείς. Δεν μπορείς πολύ,έτσι; Ξέρω πως μετράς τα βήματά σου. Ξέρεις πότε περπατάς και πότε πετάς. Μετράς τα βλέμματά σου, τα λεπτά σου, τη σκιά σου. Ποτέ όμως τα συναισθήματά σου. Θα μπορούσε κάποιος να πιστέψει πως είσαι άδειος απ' αυτά. Κι όμως, όταν κλείνεις τη χούφτα σου νιώθω την καρδιά μου να σφίγγει και να καίει. Θα μπορούσες να είσαι γεμάτος απ' τα δικά μου συναισθήματα. 'Ομως εγώ τίποτα δεν γεμίζω, ούτε καν μια άδεια σελίδα. Σέρνω μουτζούρες στο πέρασμα μου και γεμίζω τον κόσμο κενό.
Πόσες λέξεις άδειες από περιεχόμενο γεμίζουν τις ζωές μας. Μπορείς να αραδιάσεις άπειρες. Μπορώ να ψιθυρίσω δύο. Δεν τις ακούς. Ποτέ δεν θα τις ακούσεις. Είναι δύσκολο ν' ακούσεις την αλήθεια. Εκτός κι αν πάρει διαστάσεις ψέμματος. Γυρίζεις την πλάτη σου και μπορώ επιτέλους να δώ. Είμαι γεμάτη πληγές και πνίγομαι μες στο αίμα μου. Μπίγω τα δάχτυλά μου μέσα για να τις κλείσω, όμως τότε γυρνάς ξανά και τα ματωμένα μου δάχτυλα στρέφονται προς το σώμα σου. Τυφλώθηκα πάλι.
Κομμένες αναπνοές πέφτουν στο έδαφος και σχηματίζουν μία λίμνη. Μπορείς να πιείς απ' τα κόκκινα νερά. Είναι καθαρό δηλητήριο, θα σε σκοτώσει αμέσως. Μπορείς να δεις στο καθρέφτισμά της την όψη του γλυκού ύπνου με τη μορφή σου. Θα την ερωτευτείς αυτήν την όψη και θα σκύψεις να την φιλήσεις. Απόγονε του Νάρκισσου...θα χτίσω για τη μνήμη σου ένα αγκάθι. Και θα το φιλώ κάθε πρωί.
Ζωντανά οράματα ξεσκεπάζουν τη ψυχή μου απ' το σώμα μου. Με τα μάτια μου τρέφομαι, με το μυαλό μου ζω, με τις πράξεις υπάρχω...με τα λόγια σου θολώνω... Κλείνω τα μάτια μου, σταματώ το μυαλό μου,μένω άπραγη κι αρχίζω να μιλώ κι εγώ. Λέξεις άδειες, διασκορπισμένες, ακρωτηριασμένες, χωρίς νόημα. μέχρι να φύγεις μακρυά..

(Σε) Σκέφτομαι και γράφω

Το είχες πει. Εσύ, σε μια γωνία μακρυά από όλα, απλά να παρακολουθείς τον κόσμο απέναντί σου. Το είχα πει. Σύντομα θα έρθω κι εγώ να σου κάνω παρέα. Γέλασες. Ήρθα. Μου είπες είναι δύσκολο απλά να κοιτάς. Πείσμωσα και επέμεινα. Είχες δίκιο. Άργησα να το παραδεχτώ. Τώρα ίσως εσύ να είσαι στη γωνιά σου. Δεν ξέρω, ξέχασα πώς μιλάς και ακούγεσαι. Αν είσαι εκεί όμως και παρακολουθείς, θα βλέπεις πως γυρνάω την πλάτη μου στον κόσμο. Χτίζω μία γωνιά για να μην τον βλέπω και κολλάω στους τοίχους της τους φόβους μου,σαν φωτογραφίες περιοδικών. Είδες το περυσινό πρωτοσέλιδο; Είναι ο καινούριος μου τρόμος. Ψάξ' το, έχει βγει πολύ ωραίος. Θα συγκατοικήσουμε αυτό το εξάμηνο. Ίσως το επόμενο ν' αλλάξω σπίτι και να πάρω γάτα. Δεν ξέρω σίγουρα. Ποτέ δεν ήξερα, για την ακρίβεια... Πάντως βλέπεις. Το ζήτησες. Το υποσχέθηκα. Το τήρησα. Έστω και με αυτόν τον τρόπο.


Υ.Γ.:Σου στέλνω ηλεκτρονικά μαξιλαράκια για να μην πιάνεσαι στη γωνιά σου.

Στην Ξένια

Μερικές φορές
όπως περπατάς δίπλα μου νιώθω ότι αιωρείσαι.
Είναι λες και χορεύεις σ' ένα ονειρεμένο άσμα
το οποίο τα αυτιά μου δεν μπορούν ν' ακούσουν
και το μυαλό μου δεν θα χωρέσει ποτέ.
Μερικές φορές
όπως περπατάς δίπλα μου, νιώθω ότι έχω γεράσει.
Είναι λες και οι έγνοιες μες στο κεφάλι μου έχουν
πιάσει όλο το χώρο μέχρι κάτω στους ώμους μου,
οι οποίες με βαραίνουν και κολλούν το σώμα μου
στο έδαφος, σαν σε σχέση εξάρτησης.
Αδύνατη η έλλειψη βαρύτητας, η έλλειψη λογικής.
Σε αντίθεση μ' εσένα.
Όπως πάντα.

Εγώ, εγώ και ο ταχυδρόμος


Χτύπησε το κουδούνι. Πράγμα που με ξύπνησε. Άρα ήμουν ξύπνια? Τέλος πάντων. Σηκώθηκα. Άνοιξα την πόρτα χωρίς να ρωτήσω ποιος είναι. Έχει στ’αλήθεια κάποιος την περιέργεια να μάθει ποιος ήταν? ΈΧΕΙ? Ήταν ο ταχυδρόμος. Σε αυτόν τον κόσμο οι ταχυδρόμοι είναι γοητευτικοί αράπηδες γύρω στα σαράντα, οι οποίοι παρ’όλο που δεν έχουν καμία πανεπιστημιακή μόρφωση, πάνε πακέτο με μία πολύπλοκη προίκα αφρικανικής φιλοσοφίας , (ακόμα και αν κατάγονται απ΄την Αργεντινή) , γεγονός που εξηγεί την ιδιόμορφη καλημέρα του : « Η ομορφιά σου είναι εγκλωβισμένη στο χέρι σου. ‘Αφησέ την να τρέξει, να χορέψει και να πιεί νερό».  Σούφρωσα τα χείλη μου μπουκώνοντας μέσα μου ένα «Μμ» (2 μ) , και κούνησα καταφατικά το ακόμα σε στάδιο ύπνου, κεφάλι μου, εννοώντας όσο μπορούσα κάτι σαν  «ναι, έχεις δίκιο, συμφωνώ με την κακή σου ποίηση που θυμίζει κοέλο στα καλύτερά του, ακόμα και αν δεν έχω πάρει ναρκωτικά».  Οδήγησα με ευλάβεια το χέρι μου εκεί που μου έδειχνε, κάνοντας κατανοητό ότι θα ξεκλειδώσω την ομορφιά μου στο χαρτί του όπως με συμβούλεψε. Όταν τελικά αντίκρισα την λέξη που με προσδιόριζε, παρατήρησα ότι θα μπορούσε να διαβαστεί και ως Παπόυτσου ή Παπολμλο ‘η Π και μία άσχημη ζωγραφιά.  Μα τίποτα από όλα αυτά δεν είχε σημασία. Μόνο η περιέργειά μου για τον φάκελο που κρατούσε στο χέρι του. Αφού άρπαξα το γράμμα μου, έκλεισα την πόρτα ευγενικά και κατευθύνθηκα στο μπαλκόνι. Στρογγυλοκάθησα σε ένα σετ επίπλων πλαστικού, παρέα με μία άδεια κούπα. ‘Αρχισα να την κοιτάω επίμονα προσπαθώντας να προκαλέσω υπερφυσικά φαινόμενα, αλλά μετά κατάλαβα οτι ήταν πολύ πρωί για να την γεμίσω καφέ τόσο εύκολα. ‘Ετσι ξεκίνησα λοιπόν, έτσι ξεκίνησα να διαβάζω το γράμμα.   
«Λατρεμένη πριγκιπέσα μου,
Χθες άφησες εδώ μία τρίχα απ’τα μαλλιά σου, μια σεβαστή ποσότητα διοξειδίου του άνθρακα και ίχνη από σπυρέλαιο στο μαξιλάρι.
Σε παρακαλώ, μην μου τα ζητήσεις πίσω.»
Ένα καμπανάκι χτύπησε μέσα μου και άρχισα να φοβάμαι. Ε, εντάξει, δεν φοβήθηκα κιόλας, αλλά αναστατώθηκα. Δεν είχα ιδέα από ποιόν ερχόταν. ‘Ηταν αλλόκοτο. Το μετέτρεψα σε κακοφτιαγμένη μπαλίτσα και της έδωσα την απαραίτητη ώθηση για να σκίσει την καπνίλα του δωματίου και να προσγειωθεί στο εσωτερικό του κάδου, όπου φυλούσα τα πάντα εδώ και ενάμιση μήνα. Ακόμα και εσένα.

Είναι περίεργο...

Είναι περίεργο, αλλά αν προσπαθήσεις, θα το παρατηρήσεις. Στους φίλους σου, στους άλλους, σ’ εμένα, ακόμα και στον ίδιο σου τον εαυτό. Ας το παραδεχτούμε λοιπόν, δεν είναι κοινό μυστικό. Είναι δεδομένο. Γράφουμε όλοι όταν είμαστε χάλια. Όταν πονάμε, όταν νιώθουμε μίσος, οργή, όταν ο τόπος δεν μας χωράει ή μας καταβροχθίζει. Όταν τα λόγια δεν βγαίνουν απ’ το στόμα μας, αλλά κρέμονται απ’ το λαρύγγι και μας πνίγουν. Τότε κυρίως είναι που τρέχεις μέσα στο σπίτι και πετάς τα πάντα πάνω απ’ το γραφείο, αναποδογυρίζεις τσάντες, βιβλία, ακόμα και τα παπούτσια για να βρεις ένα μολύβι ή ένα στυλό για να βγάλεις σε ένα χαρτί όσα αισθάνεσαι… εντάξει, σίγουρα γράφουμε κι άλλες φορές, όπως όταν έχουμε μια πολύ όμορφη ονειροπόληση, αλλά εγώ προσωπικά προτιμώ οι ονειροπολήσεις μου να παραμένουν ονειροπολήσεις: άυλες άπιαστες εύπλαστες και ανύπαρκτες. Γιατί όπως είχε πει και ο Πόουπ (θυμήθηκα, παίρνω και όρκο) ‘είναι τόση η μηδαμινότητα των ανθρώπινων πραγμάτων, ώστε με εξαίρεση το αυθύπαρκτο ον, δεν υπάρχει τίποτα ωραίο εξόν απ’ αυτό που δεν υπάρχει.’ Και γιατί όπως είχε πει και μία φίλη «όταν συμβαίνουν όμορφα πράγματα θέλεις να πιείς και την τελευταία σταγόνα χαράς που σου προσφέρεται, οπότε που χρόνος να γράψεις;». Και προσωπικά πιστεύω πως είναι αλήθεια… έχω πολλές όμορφες στιγμές να περιγράψω. Όπως το να βρίσκεις ένα υπέροχο μωβ λουλούδι μέσα στην πόλη -και να μην είναι πλαστικό. Κι ενώ το έχεις στα χέρια σου να νιώθεις σαν να κρατάς το πιο πολύτιμο πράγμα σ’ ολόκληρο τον πλανήτη. Όταν σε παίρνει τηλέφωνο μία φίλη που βρίσκεται σε συναυλία για να ακούσετε μαζί ένα τραγούδι που της είχες αφιερώσει πριν σχεδόν ένα χρόνο. Όταν κάθεσαι στην παραλία και νιώθεις τον ήλιο να σου ζεσταίνει το δέρμα και να σου ανοίγει το μαλλί (που παρόλο που εδώ και μήνες είναι μαύρο, μπορεί και χρυσαφίζει ακόμα). Όταν σε πλησιάζουν όλα τα αδέσποτα στη σχολή και αποδεικνύεται πόσο κοπρίτης είσαι. Όταν κάθεσαι στο παλιό σου στέκι και κοιτάς καχύποπτα όλα τα ‘μικρά’ που νομίζουν πως θα σου πάρουν τη θέση. Κι επειδή ξέρουν πως αυτό δεν γίνεται, υποχωρούν. Γιατί κανέναν δεν αφήνεις να κλέψει τις παλιές αγαπημένες συνήθειες του καλοκαιριού, όπως το παγωμένο τσάι, τις φίλες σου, τα δυνατά γέλια και την απελευθέρωση των συναισθημάτων και των συμπεριφορών- τον θάνατο του καθωσπρεπισμού- όπως το να βγάζεις τα παπούτσια σου στην καφετέρια και να ρεύεσαι δυνατά, κι ας «θίχτηκε!!» η παραδίπλα απέναντι. Τα κλεφτά συνωμοτικά βλέμματα με ανθρώπους που σε ξέρουν πλέον καλά για να μην χρειάζεται να μιλήσεις. Και μετά το γέλιο. Τα απλά συνηθισμένα αγγίγματα που σε ηλεκτρίζουν φωνάζοντας ότι είναι κάτι παραπάνω από απλά και συνηθισμένα. Αυτά και πάρα πολλά άλλα, προτιμώ να τα ζω παρά να τα γράφω. Τα άσχημα πράγματα που μου συμβαίνουν τα γράφω για να εξαγνιστώ, για να τους δώσω σώμα και μορφή ώστε στο μέλλον να τα αναγνωρίζω και να τα αποφεύγω. Ή αν κάποιες στιγμές η μνήμη μου με ξεγελά και τα παρουσιάζει κάπως πιο ρόδινα, να μπορώ να τα καλέσω σε μια συνάντηση υπενθύμισης, κάτι σαν reunion συναισθημάτων, ώστε να μην χρειαστεί να ξαναπέσω στην ίδια παγίδα. Και για αυτό δεν γράφω τα εξαίσια πράγματα που μου συμβαίνουν, για να μην τα απομυθοποιήσω. Η γλώσσα που μού μίλησαν οι άνθρωποι και έμαθαν κι εμένα να μιλώ δεν μπορεί να περιγράψει τα όμορφα πράγματα που βλέπω σκέφτομαι ζω. Όταν τα γράφω ή τα λέω, νιώθω ότι μαραίνονται, πεθαίνουν, χάνουν το πραγματικό τους χρώμα. Ίσως να είναι δικό μου το λάθος. Αλλά είναι δική μου επεξήγηση, οπότε μπορώ να γράψω ό,τι θέλω. Συμπερασματικά- όπως με ανάγκαζαν να κάποτε να γράφω στα άψυχα κείμενά μου- ίσως να νιώσεις άσχημα πράγματα όταν διαβάζεις κάτι δικό μου, ίσως για μένα, ίσως για σένα τον ίδιο, αλλά μην στεναχωριέσαι. Φυλάκισα τον τρόμο στις λέξεις και τον καταδίκασα σε διαπόμπευση σε κάθε ανάγνωση. Γιατί έτσι έμαθα να τον αντιμετωπίζω και να τον νικάω.
Γι αυτούς που τρόμαξαν ή αρνήθηκαν όταν είδαν το σκοτάδι. Λυπάμαι που δεν εξήγησα προφορικά αλλά εκφράζομαι καλύτερα γραπτά. Κι επειδή σίγουρα υπάρχουν κι άλλοι σαν εσάς που προτιμούν το φως (ναι, έχω την ψευδαίσθηση ότι δεν διαβαζόμαστε μεταξύ μας) σας ενημερώνω πως μόλις ξυπνήσω μέχρι να κοιμηθώ ακούω μουσική, αγαπάω τα χρώματα, τις χάντρες, τις πεταλούδες και τις γάτες- αν και είναι κακός συνδυασμός- ονειρεύομαι συνέχεια, χαμογελάω σε αγνώστους, ερωτεύομαι οτιδήποτε και δυσκολεύομαι πολύ να το πάρω απόφαση να δημοσιεύσω κάτι. Voila!

21.11

Βρίσκεσαι κουβαριασμένη σε εκείνο το άγνωστο μέρος.
Το σώμα σου έχει εξασθενήσει.
Τρέμεις.
Τα μάτια σου πρησμένα ,καλυμμένα με τις παλάμες σου
Και αναρωτιέσαι το λόγο.
Γιατί εσύ?
Γιατί τώρα?
Ακούς ακόμη τη φωνή που σε κατάντησε έτσι.
Συνεχίζει, λες και δεν βλέπει..λες και δεν νιώθει..
Λίγο πριν χάσεις τις αισθήσεις σου , ακούς το όνομα σου
‘Ερρικα!! ‘Ερρικα!!
Όμως οι φωνές, τώρα, σε τρομάζουν..
Εκείνες φταίνε.
Δεν αντιδράς.
Το μόνο που αισθάνεσαι είναι φόβος.
Νιώθεις την πλάτη σου να ισιώνει, το κεφάλι σου να ανασηκώνεται,
τα πνευμόνια σου να μεγεθύνονται..
Ο ήχος εκείνης της ανάσας σου, τρομακτικός.
Έρρικα!!Σε παρακαλώ!
Ανοίγεις τα μάτια,
Καυτά δάκρυα κυλούν πάλι στο πρόσωπο σου.
Μισείς.
Αφήνεσαι.
Αποκοιμιέσαι.

Καταπιεμένα υγρά..


-Είναι όταν πλησιάζεις το πόδι σου σε κάτι ζεστό,περισσότερο απ' το κανονικό,που σε φτάνει στο σημείο να νιώθεις τα κύτταρα του ποδιού σου έτοιμα να εκραγούν κάτω απ' το δέρμα σου, αλλά δεν κάνεις κάτι περισσότερο από το να φωνάξεις "καίγοΜΑΙΙΙ!!!"
-Κάνεις. Αποτραβιέσαι ή πηγαίνεις παρακάτω χοροπηδώντας.
-Είναι όταν είσαι σε κάποιο δημόσιο χώρο, ανάμεσα σε πολύ κόσμο, και με κάποιο άρωμα ή κάποια σκέψη που σου 'ρθε ξαφνικά ερεθίζεσαι, και τότε προσπαθείς να σκεφτείς κάτι αποκρουστικό για να αφαιρέσεις το βλέμμα που έχεις πριν καρφωθείς.
-Ναι...Μπορείς επίσης να φορέσεις γυαλιά ηλίου και να συνεχίσεις τις σκέψεις σου μέχρι να γυρίσεις σπίτι.
-Είναι όταν πληγώνεσαι σιωπηλά από έρωτα και πίνεις νομίζοντας ότι αυτό θα βοηθήσει να το βγάλεις από μέσα σου,αλλά απλά γίνεσαι χειρότερα και βγάζεις το σκασμό.
-Όχι! Εγώ όταν πίνω κάνω και λέω ότι θέλω.
-Πάντα;
-Ε, 'ντάξει, όχι πάντα.Μερικές φορές..σπάνια...τώρα που το σκέφτομαι, μόνο μια φορά...
-Αχά..Είναι όταν...ξέρεις τώρα...
-Μα τι λες τόση ώρα; Τι "είναι";
-Καταπιεσμένα υγρά.
-Ε; Τι λες μωρέ;
-Δεν καταλαβαίνεις;
-Όχι.Όταν μιλάς έτσι,γενικά και αόριστα,το μόνο που θέλω να κάνω είναι να σε φτύσω!
-Είδες;!
-Τελείωσες;
-Ναι.
-Ωραία.

Για τον πατέρα*

                              

Ανυπομονώ για τόσα πολλά!
Όμως είμαι σίγουρη..!
Καθώς  σκοτεινιάζει δεν φοβάμαι..
Είμαι σίγουρη!
Σ’ αγαπάω και  είμαι σίγουρη..!
                              Ευχαριστώ.

Δεν υπάρχει τίτλος

Πετάγεσαι απ' το κρεβάτι απότομα και μαζεύεις τα ρούχα που έπεσαν στο πάτωμα χθες,προχθές,την προηγούμενη βδομάδα,πριν τρεις μήνες.Τα βάζεις στην αγκαλιά σου και τρέχεις στο μπάνιο.Κλείνεις την πόρτα και ανοίγεις το νερό να τρέχει.Τα πλένεις στο πάτωμα,τα χτυπάς με τα χέρια σου,τα ζουλάς,τα τρίβεις μεταξύ τους,λες και αυτό θα βοηθήσει να καθαρίσουν οι μαύρες σκέψεις σου.Οι σκέψεις σου πλημμυρίζουν το πάτωμα.Όχι, τα ρούχα σου.Και το νερό μαζί.Πλημμυρίζουν το δίπλα δωμάτιο και μετά το σπίτι ολόκληρο,το δίπλα σπίτι,τον όροφο,το μυαλό σου.Όχι,οι σκέψεις.Κλείνεις το νερό, στύβεις τα ρούχα και γλιστρώντας πηγαίνεις να τ' απλώσεις.Στο παραδίπλα δωμάτιο.Είναι πιο μεγάλο,ξέρεις.Τα κρεμάς σε σκοινιά,σε κρεμάστρες,σε καρέκλες,στο κρεβάτι,στην πόρτα,στη ντουλάπα.Κι ύστερα κάθεσαι στο πάτωμα,ανάμεσα στις λιμνούλες απ'τις σταγόνες και τα κοιτάς.Τα κοιτάς μέχρι να στεγνώσουν.Σχεδόν δυο μέρες τα κοιτάς.Και μετά πετάγεσαι,βγάζεις τα ρούχα που φοράς και τα πετάς στο πάτωμα.Αυτή η μυρωδιά της υγρασίας των σκέψεων σε πνίγει και αποφασίζεις να βγεις έξω.Βάζεις κάτι ξεχασμένο κάτω απ'το κρεβάτι και τα γυαλιά που είχες πάρει για να μην σ'αναγνωρίζει κανείς.Κι όλοι σ' αναγνωρίζουν απ' αυτά.Ανοίγεις την πόρτα και βγαίνεις απ'το σπίτι μαζί με τα τελευταία νερά από προχθές.Πριν κλείσεις την πόρτα κοιτάζεις μέσα στο σπίτι.Είναι αναμένα όλα τα φώτα.Για να βλέπει.Όμως δεν είναι στο σπίτι.Άρα μπορείς να τα κλείσεις. "Ίσως αύριο..." Κλείνεις την πόρτα κ αφήνεις ξεκλείδωτα.Αν θέλει να μπει κάποιος είναι ευπρόσδεκτος.Εύχεσαι να είναι ανήμπορος για να μπορείς να τον φροντίσεις.Χρειάζεσαι κάποιον να φροντίζεις,για να αρχίσεις να φροντίζεις τον εαυτό σου,ώστε να μπορείς να τον φροντίζεις.Βγαίνεις στο δρόμο,ρουφάς αέρα ζεσταμένο απ'τον ήλιο κι αισθάνεσαι όμορφα.Χαμογελάς και ξεκινάς το παιχνίδι σου.Στέκεσαι σε μία άκρη του δρόμου και κοιτάς.Κοιτάς τις όμορφες ψυχές που υπάρχουν γύρω σου.Πιο όμορφες απ' τη δικιά σου.Τις χαζεύεις και χαμογελάς.Στέκεσαι για ώρες,μέχρι κάποια μαύρη ψυχή να πλησιάσει.Τότε τρομάζεις,τρέχεις στο σπίτι σου,ανοίγεις την πόρτα,κλείνεις,κλειδώνεις,πετάς τα ρούχα σου στο πάτωμα,φοράς όλα όσα είχες πλύνει και πέφτεις για ύπνο..

[fanda'sia]

Νιώθω τη ζεστασιά του καλοκαιρινού πρωινού Ήλιου να χαϊδεύει το πρόσωπο μου ,ενώ είμαι ακόμα ξαπλωμένη στο άνετο διπλό κρεβάτι μου…
ανοίγω τα μάτια μου , κοιτώ γύρω μου το χώρο …
τι όμορφο δωμάτιο συλλογιέμαι! μπράβο Έρρικα! παινεύω το άτομο που το δημιούργησε τόσο όμορφο κ ιδανικό για μένα σαν να ήταν ο ίδιος μου ο εαυτός..
πιάνω από το κομοδίνο το τηλεκοντρόλ κ ανοίγω το ραδιόφωνο..
αποχωρίζομαι τα μυρωδάτα μου σεντόνια, περπατώ προς το παράθυρο κ το ανοίγω.
Τι όμορφο πρωινό χωρίς έννοιες!
Συνεχίζω προς την κουζίνα. ένα άδειο μπουκάλι κρασί πάνω στο τραπέζι ,ένα πιάτο μισοφαγωμένα φρούτα και το τασάκι γεμάτο αποτσίγαρα κ κουκούτσια κερασιών..
είμαι σίγουρη ότι ακόμα μυρίζω το άρωμα σου εκτός κ αν είναι το δέρμα μου που έχει ποτιστεί με αυτό.
Ήδη σκέφτομαι εσένα ..κ συνειδητοποιώ ότι ένα χαμόγελο έχει σχηματιστεί εδώ κ μερικά δευτερόλεπτα στο πρόσωπο μου..
Χάνομαι πάλι στις σκέψεις μου… ήχοι βλέμματα και συναισθήματα από το χθεσινό βράδυ περνούν από το μυαλό μου κ χάνονται με έναν ήχο .
τόσο γνώριμος ήχος όσο κ αυτός από το κουδούνι του δικού μου σπιτιού.
Ανοίγω την εξώπορτα.
-Κανείς.
Και βέβαια δεν είναι κανείς…
Ποιός να είναι άλλωστε?
Μα τι φαντάστηκα κ εγώ………….
Σηκώνομαι από το στενό άβολο κρεβάτι μου, ανοίγω το πατζούρι και κοιτώ την ώρα.
Γαμώτο !
Έχω ήδη αργήσει.

Ηράκλειο Yeah!

Μια πόλη περίεργη.δεν μπορώ να εξηγήσω ακριβώς τι θέλω να πω.Είμαι 2 χρόνια εδώ σαν σπουδαστής. Μετράω πολλές ευχάριστες στιγμές ανάμεσα σε μπαρ,τει και σπίτια. Στιγμές ανεκτίμιτες που ξέρω κάποιες δεν θα ξανάρθουν, άλλες θα ξανάρθουν γιατί η ρουτίνα είναι ενα φαινόμενο που μαστίζει την φοιτούσα νεολαία(την πιο εναλακτική γιατί απο σκυλάδικα αλλο τίποτα).περιμένεις ένα απο τα λίγα event που λαμβάνουν χώρα για ενα δείγμα πολιτισμού παραπάνω,για να δείς κάτι καινούργιο.να μπορέσεις να ανασάνεις λιγο απο τιν ανία που σου προσφέρει απλόχερα.το πιο τραγικό είναι οτι δεν αισθάνομαι μόνο εγώ ετσι δεν είναι προσωπικές μου υπερβολές, τα περισσότερα άτομα που συναναστρέφομαι το ίδιο μου λένε.βέβαια το κάθε πράγμα αλλάζει ανάλογα και με την οπτική γωνία πού το αντικρίζεις. Απο την άλλη όψη αν υπάρξει λίγη καλή διάθεση και πρόθεση να συμβιβαστείς σε κάποια πράγματα μπορείς να ζήσεις καταπληκτικές στιγμές... απο το να κάθεσαι να κλαίς την μοίρα σου για το παραμικρό προτιμώ να προσπαθώ να περάσω καλά με οτι μπορεί να μου προσφερθεί απο το μέρος της. Αφορμή για αυτό το άρθρο μου δόθηκε μια κουβέντα που είχα πριν έρθω σπίτι με φίλους.βέβαια τότε ακούστηκε μόνο μια άποψη(η άσχημη) αλλα πάντα ευχαριστιέμαι να κάνω τον συνήγορο του διαβόλου...

Soundtrack κειμένου(κλεμένο το ξέρω αλλα ταιρίαζει απόλυτα)
Παύλος σιδηρόπουλος-ετούτη η πόλη

Επήρεια

Μυρωδιά καλοκαιριού,μυρωδιά αλμύρας,μυρωδιά θάλασσας,μυρωδιά ζέστης και υγρασίας,μυρωδιά πλακόστρωτου και ούζου με πάγο στην τέλεια αναλογία
πάνω στο υπερτέλειο,μεταλικό,προχειροβαμένο πράσινο τραπεζάκι..το γνωστό και ως ' λατρεμένο κατιφορικό τραπεζάκι ' που ξέρεις οτι
απο στιγμή σε στιγμή θα πέσει κάποιο ποτήρι πάνω σου ή κατω  και ο κόσμος θα σταματήσει για λίγο την ευχάριστη  ανταλλαγή απόψεων για να δεί τι
προξένησε αυτον τον αναπάντεχο κρότο που κάνει το κοίλο,γυάλινο σκέυος καθώς ακουμπάει το έδαφος ενώ θριματίζεται σε άπειρα, μικρά, λαμπερά  κομμάτια που κάποτε συνιστούσαν ένα ποτήρι.
Λατρεμένες μουσικές,λατρεμένα festival,λατρεμένο ποδήλατο,λατρεμένες χειροτεχνίες,λατρεμένες καινούριες εμπειρίες,λατρεμένος ήλιος, λατρεμένα  και ίσως ανεκπλήρωτα καλοκαιρινά σχέδια,λατρεμένη εξεταστική (;) στη λάθος ώρα,λατρεμένοι ανέκδοτοι,μεθυστικοί κόσμοι,λατρεμένα οιστρήλατα βράδυα,λατρεμένη ψεύτικη κουλτούρα,
Αγάπη.

Κεφάλαιο 6 - Η Μάχη


Κάτι σε αυτά που άκουσα με έκανε να εκνευριστώ και τα νεύρα μου πάντα υποχωρούν όταν τα βήματά μου οδηγούν στην τουαλέτα. Μία στιγμή αργότερα καθόμουν σε μια τρύπα, συγκεντρωμένη στο να απελευθερώσω τον φουσκωμένο μου εαυτό. Ίδρωσα στην προσπάθεια. Χρειαζόμουν νερό, το οποίο και ήπια, αφού πρώτα απαλλάχτηκα από τα μικρόβια σαλμονέλας που καραδοκούσαν στις παλάμες μου. Κοιτάχτηκα στον καθρέφτη. Η πρώτη μου σκέψη ήταν πως ήμουν  όμορφος. Η δεύτερη πως δεν μου άξιζε να είμαι όμορφος. Η τρίτη πως τελικά δεν ήμουν. Έσκυψα το κεφάλι και περπάτησα προς την πόρτα. Μία κατσαρίδα με χαιρέτησε χαμογελώντας. Σταμάτησα για να την χαιρετήσω και εγώ. Είμαι τυπικός σε αυτά τα θέματα. Δεν κουνήθηκε η καριόλα! Απλά με κοιτούσε με τα τεράστια, αηδιαστικά, γεμάτα ειρωνεία, μάτια της και μου χαμογελούσε. Ήμουν εκατοντάδες φορές μεγαλύτερος σε όγκο από αυτήν. Γιατί δεν με φοβόταν? Μήπως μπορούσε να με ψυχολογήσει? Μήπως μπορούσε να καταλάβει πως δεν μπορούσα να της κάνω κακό? Έκανε δύο κατσαριδικά βήματα προς το μέρος μου, προκαλώντας με στην γνωστή μονομαχία ανοιχτών ματιών. Δύο βλέμματα ήταν διακριτά σε εκείνο το μέρος ,το οποίο τύχαινε να είναι και το ‘μέρος’. Το ένα ήταν σαρκαστικό, ειρωνικό και (κατά ένα περίεργο τρόπο) αφ’ υψηλού. Το δεύτερο, απαθές. Το πρώτο αντιστοιχούσε στο βρωμερό ζωύφιο. Αυτό που περισσεύει σε μένα. Έκανα δύο ανθρώπινα βήματα προς την ήδη ηττημένη μεριά της, κάνοντας κατανοητό πως δεχόμουν την πρόκληση. Κοιτιόμασταν για ώρα. Δεν ξέρω για πόση. Ας υποθέσουμε πως το  χρονικό αυτό διάστημα  ισούται με Δx. Όπου Δx=t(τελικό)-t(αρχικό). Όπου t(τελικό)=το δευτερόλεπτο κατά το οποίο τα βλέφαρά μου δεν άντεξαν και ασυνείδητα έκλεισαν. Πριν τα ανοίξω, πρόλαβα να ευχηθώ να μην το έχει προσέξει. Όταν όμως τα άνοιξα ήταν πια αργά. Είχε παρατηρήσει την απουσία  των δύο λαμπερών κόρων μου και εγώ είχα καταλάβει πως είχα πλέον χάσει. Περπάτησα προς την πόρτα και με την άκρη του ματιού μου είδα ξανά το ηλίθιο χαμόγελό της. Βγήκα. ‘Μόλις έχασα από μια κατσαρίδα’ , σκέφτηκα. Έκλεισα την πόρτα. Έκλεισα και τα μάτια μου. Απέβαλα απ’ τη μνήμη μου την ντροπιαστική ήττα  και προσποιήθηκα στους τοίχους, πως ήμουν ένας ευτυχισμένος άνθρωπος, που μόλις είχε καταθέσει κάποια ml κιτρινωπού υγρού και μερικά γραμμάρια σκούρας και σκληρής, νεκρής οργανικής ύλης, στην τράπεζα  τροφής των αποικοδομητών της γειτονιάς.  


ΘΑ ΜΕ ΧΡΙΣΩ ΙΠΠΟΤΗ ΚΑΙ JEDI KAI OTAN ΞΕΜΕΘΥΣΩ ΣΑΣ ΛΕΩ ΚΑΙ GOODBYE

Στίχοι από το τραγούδι του Νικόλα άσιμου ΄εγώ με τις ιδέες μου΄

Όταν το πρωτοάκουσα δεν κατάλαβα καλά το νόημα του γιατί δεν είχα δει το starwars και ούτε μου είχε εξηγήσει κανείς τις δυνατότητες ενός jedi. Για όσους δεν ξέρετε λοιπόν οι ιππότες jedi στον φανταστικό κόσμο του George Lucas είναι παντοδύναμοι, σκεφτείτε είναι υπεύθυνοι για την μοίρα του σύμπαντος!
Θα ήταν πολύ όμορφο μια μέρα να αποφασίσουμε μόνοι μας ότι είμαστε ιππότες, άλλα το πιο δύσκολο είναι να πείσουμε τον εαυτό μας γι'αυτό. Αν το πιστέψουμε σημαίνει ότι μπορούμε να καταφέρουμε τα πάντα, να είμαστε θεοί!!!!
Αυτό το συναίσθημα μας διακατέχει όταν είμαστε μεθυσμένοι(και όχι πάντα), τότε βγαίνει ο πραγματικός εαυτός του καθενός, κάνουμε ότι θέλουμε! Πράγματα που νηφάλιοι ούτε που θα μας περνούσαν από το μυαλό, που όταν γίνονται δεν πιστεύουμε ότι τα κάναμε εμείς. Τότε είμαστε jedi.
Πολλές φορές οι άνθρωποι δειλοί, μετανιώνουν ότι κάνουν όντας jedi ,στενοχωριούνται,ντρέπονται,απογοητεύονται ΛΑΘΟΣ! Πρέπει να είσαι δυνατός στην αντιμετώπιση των πράξεων σου. Γιατί δεν είναι ωραίο να καταπιεζόμαστε έτσι πονάμε πιο πολύ και μια μέρα θα γίνει η μεγάλη έκρηξη, όπου νηφάλιοι θα καταστρέψουμε τα πάντα.
Καθόμουν ένα βράδυ σπίτι και έπινα ούζο, αφού είχα μεθύσει άκουσα αυτό το τραγούδι που καταπιάστηκα για να γράψω αυτό το άρθρο. Μετά σκέφτηκα και ένα άλλο τραγούδι παλιό, ρεμπέτικο, που έχει στίχο «ούζο όταν πιείς γίνεσαι ευθύς, βασιλιάς, δικτάτορας, θεός και κοσμοκράτορας» και ήθελα να μοιραστώ με εσάς το ωραίο αυτό συναίσθημα
Να μεθάτε συχνά(όχι μόνο από το αλκοόλ προσπαθήστε να βρείτε κάτι άλλο να σας μεθάει,υπάρχουν πολλές μεθυστικές ιδέες ανακαλύψτε τις! ).

Βραδάκι. Σύντομα θα ξημερώσει. Και θα 'ναι πάλι Κυριακή...

Κυριακές παρακμής.Κυριακές ατελείωτες, που περπατούν με βήμα νωχελικό μέσα στους άδειους δρόμους,με κακοζωσμένο πατελόνι,ένα τραγούδι στο μυαλό και χέρια σταυρωμένα στην πλάτη.Κυριακές χωρίς ψεύτικες χαιρετούρες και παγωμένα χαμόγελα.Κυριακές σκεφτικές,με το κεφάλι μια στον ουρανό και μια στο πάτωμα.Κυριακές που είτε είναι αφηρημένες είτε παρατηρούν.
Κυριακές στο λιμάνι,καθισμένες πάνω σε βράχια,με γεύση τσιγάρου στα χείλη τους,να σκέφτονται πώς θα 'ταν αν πετούσαν.Κυριακές που αφήνουν τα μάτια τους να χαιδέψουν το γαλάζιο που χωρίζει τη βάρκα στον ορίζοντα από το γλάρο στον ουρανό.
Κυριακές που κοιτούν τους ανθρώπους στα πρόσωπα.(Σήμερα οι άνθρωποι έχουν αφήσει τις ψυχές τους να ζωγραφίσουν στα πρόσωπά τους.Μα οι κυριακές δεν βλέπουν τίποτα σ' αυτά.)Κυριακές που αποφασίζουν να σηκωθούν και να γυρίσουν σπίτια τους.Και καθώς περπατούν στο δρόμο δίνουν ένα χάδι σ' ένα από αυτά τα αδέσποτα που ποτέ δεν κοιτάζουν πίσω.Γιατί έμαθαν τους ανθρώπους που φεύγουν.Και οι Κυριακές εύχονται να ήξεραν κι αυτές.
Κυριακές με άδειο στομάχι και κάτι ψιλά στην τσέπη.Κάποιοι τις πλησιάζουν με ανοιχτό το χέρι.Τους μιλούν για ένα πρόβλημα που μοιάζει με κακό θεατρικό.Βλέπουν το ψέμα στα μάτια τους.Μα αυτές το παίζουν χαζές και τους δίνουν τα ψιλά της ψυχής τους.Έτσι κι αλλιώς,τι θα τα έκαναν;
Κυριακές κλειδωμένες έξω απ'το σπίτι,καθισμένες στα σκαλιά της πόρτας προσπαθούν να μην σκέφτονται.Δεν μπορούν...Ξαφνικά ακούγεται ο ηχος του τηλεφώνου μέσα απ' το σπίτι.Δεν απορούν ποιος να 'ναι,ούτε ποιος θα το σηκώσει.Απορούν μονάχα από πότε έχουν να ακούσουν αυτον τον ήχο.Κυριακές που κοιτάζουν τους λιγοστούς ανθρώπους.Σαν σάπιοι σέρνουν τα πόδια τους στα πεζοδρόμια και χαζεύουν τις φιγούρες τους στις βιτρίνες.Πάντα προβλέψιμοι,ανακατεύουν τις φιλοδοξίες τους μέσα στα κεφάλια τους.Κι έπειτα περνούν μπροστά απ' τις Κυριακές και τους ρίχνουν ένα βλέμμα υποτιμητικό για την ανάκατη μορφή τους και το σβησμένο φως στα μάτια τους.
Κυριακές παρακμής.Η μια σέρνει την άλλη,δεμένες με αλυσίδες με έξι κρίκους.Κι εσύ ένας ψύλλος πάνω τους,πάς όπου πάν' κ αυτές.Είτε σ' αρέσει είτε όχι.Είτε και τα δύο. Πηγαίνεις στο κατώφλι θες δεν θες. Τους ανοίγεις την πόρτα, τους λες ποιός ήταν στο τηλέφωνο και τις ρωτάς πως ήταν η μέρα  τους..

Από:  Αυτό που δεν υπάρχει

Απο : Amola Kaluba


Λίγα , αόριστα και εισαγωγικά.
Στα χρονικά μίας παρθένας εποχής, του λάθους και της γέννησης, εξ’ ολοκλήρου αφιερωμένο σε δύο χερούλια και μιά αφορμή δική μου και όχι σε εσάς, εσάς! εκει στη βούλα εν ονόματι ορίζοντα, πολύ πιό πάνω ίσως και χαμηλότερα του σημείου τομής των ημιευθειων του σταυρού αυτής της χώρας, χώρας λήψης δακρύων, διαδρόμων γυμναστικής, χαπιών, αλκοόλ και ξεφτιλισμένων ιδεών, καλοπέρασης, φανατισμού και αγωνίας για το άγνωστο – γνωστό και τραγικό κυρίως για εσάς μέλλον, λόγω της μη επιστοφής, λόγω της ανικανότητας ή καλύτερα της αθελοσύνης για μία κίνηση προοδευτική , οποσθοδρομική, τελειωτική ή έστω ανούσια, όπως ακριβώς η χρημοτοδηγημένη πολιτική, ο επαναχρησιμοποιημένος χάρτης προς φυγή, το δυστηχισμένο και παραφουσκωμένο μπαλόνι με δυνατά αλλά μη υλοποιημένα όνειρα, η ανύπαρκτη πλέον τέχνη και ο θρήνος των αξιοθρήνητων , ανθρωπόμορφων φρύνων.
Δεκτα τα συγχαρητήρια για την (φανερα επιτυχιμένη) πρόταση χωρίς ρήμα.
Την αγάπη μου. 

Όμορφες εικόνες :)



Ναι,πήρα αυτή την πρωτοβουλία παιδιά..Γιατί , "αργοπεθαίνει όποιος εγκαταλείπει μια ιδέα του πριν την αρχίσει" και επειδή αυτό έχει κρατήσει καιρό..Ξεκινάω..

Η αγαπημένη μου εικόνα είναι (μάλλον) αυτή: σχεδόν βράδυ την ώρα ακριβώς που ο ήλιος βυθίζεται στη θάλασσα και είσαι σίγουρος οτι αν σιωπίσεις για λίγο θα τον ακούσεις να σβήνει..αυτον τον χαρακτηριστικό ήχο του τσουρουφλίσματος εννοώ..Ο ουρανός έχει ήδη παραδοθεί..απο μπλέ μετατρέπεται σε κόκκινος..τι περίεργο.. άγνωστη και μικρή παραλία με μικρές γυαλιστερές πετρούλες (απο αυτές που στον ήλιο λαμπιρίζουν και θες να τις μαζέψεις όλες στο διάφανο κουτί σου που χωράει όλο τον κόσμο) βρέχονται απο το κύμα που ζηλεύει τον ήλιο και κοκκινίζει και αυτό :).Κάπου εκεί στα βότσαλα και οι φίλοι σου γύρω απο μια φωτίτσα με όμορφη,ξεγνοιαστη διάθεση και πολλη όρεξη για κουβεντούλα..Ένα ραδιάκι παίζει μουσική,τα παράσυτα και μερικά ζουζούνια διακόπτουν τη ροή αλλά... :) Απαραίτητη προϋπόθεση το υγρό στοιχείο που σε κάνει να μιλάς περισσότερο και να σκέφτεσαι λιγότερο (κάποιοι το έχουν ανάγκη!).Και κάπως έτσι ξεκινάμε λοιπόν..μοιραζόμαστε σχέδια,συναισθήματα,όμορφες εικόνες,μουσικές ,εμπειρίες,μυρωδιές,ιστορίες,πράγματα που μας εντυπωσιάζουν και ό,τι άλλο σκεφτόμαστε. Καλή αρχή λοιπόν!!